προεξοφλώ

προεξοφλώ
-έω, Ν
1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας
2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων
3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό
4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 185β στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεξοφλώ — προεξοφλώ, προεξόφλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προεξοφλώ — προεξόφλησα, προεξοφλήθηκα, προεξοφλημένος 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη της προθεσμίας. 2. καταβάλλω ή εισπράττω μισθό ή σύνταξη πριν από την ορισμένη ημερομηνία. 3. εκφράζω γνώμη για κάτι χωρίς να γνωρίζω τι θα γίνει: Δεν μπορείς να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδικάζω — ΝΜΑ δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.) νεοελλ. 1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα τού οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητής — ο, θηλ. προεξοφλήτρια, Ν αυτός που καταβάλλει με χρηματικό κέρδος το αντίτιμο απαίτησης πριν από τη λήξη τής καθορισμένης προθεσμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 188β στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… …   Dictionary of Greek

  • προεξόφλημα — το, Ν η διαφορά χρηματικού ποσού ανάμεσα στην αξία κατά την προεξόφληση και κατά τη λήξη τής συναλλαγματικής που προεξοφλείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον πληθ. προεξοφλήματα, μαρτυρείται από το 188β στον Ισολογισμό Τραπέζης Βιομηχανικῆς …   Dictionary of Greek

  • προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματική — η αξιόγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο, ο «εκδότης», διατάζει ένα άλλο, τον αποδέκτη ή πληρωτή, να πληρώσει είτε σε διαταγή του εκδότη είτε σε διαταγή τρίτου προσώπου ορισμένο χρηματικό ποσό στον τόπο και χρόνο που αναγράφεται στη συναλλαγματική:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”