προεξοφλώ — προεξοφλώ, προεξόφλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προεξοφλώ — προεξόφλησα, προεξοφλήθηκα, προεξοφλημένος 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη της προθεσμίας. 2. καταβάλλω ή εισπράττω μισθό ή σύνταξη πριν από την ορισμένη ημερομηνία. 3. εκφράζω γνώμη για κάτι χωρίς να γνωρίζω τι θα γίνει: Δεν μπορείς να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδικάζω — ΝΜΑ δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.) νεοελλ. 1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα τού οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ … Dictionary of Greek
προεξοφλητής — ο, θηλ. προεξοφλήτρια, Ν αυτός που καταβάλλει με χρηματικό κέρδος το αντίτιμο απαίτησης πριν από τη λήξη τής καθορισμένης προθεσμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 188β στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… … Dictionary of Greek
προεξόφλημα — το, Ν η διαφορά χρηματικού ποσού ανάμεσα στην αξία κατά την προεξόφληση και κατά τη λήξη τής συναλλαγματικής που προεξοφλείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον πληθ. προεξοφλήματα, μαρτυρείται από το 188β στον Ισολογισμό Τραπέζης Βιομηχανικῆς … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — η αξιόγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο, ο «εκδότης», διατάζει ένα άλλο, τον αποδέκτη ή πληρωτή, να πληρώσει είτε σε διαταγή του εκδότη είτε σε διαταγή τρίτου προσώπου ορισμένο χρηματικό ποσό στον τόπο και χρόνο που αναγράφεται στη συναλλαγματική:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)